- εγκαρδιωτικός
- -ή, -όαυτός που έχει τη δύναμη να εγκαρδιώνει, ενθαρρυντικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εγκαρδιωτικός — ή, ό επίρρ. ά ο ικανός να εγκαρδιώνει, ενθαρρυντικός, εμψυχωτικός: Εγκαρδιωτικά λόγια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)